λουγδουνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λούγδουνο ή που προέρχεται από το Λούγδουνο («λουγδουνική λάγηνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λούγδουνον] … Dictionary of Greek
λουγδούνιος — α, ο 1. λουγδουνικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λουγδούνιος, η Λουγδούνια ο κάτοικος τού Λουγδούνου ή αυτός που κατάγεται από το Λούγδουνο 3. φρ. «λουγδούνιος κώδικας» πολύτιμο χειρόγραφο τής βιβλιοθήκης τής Λυόν που περιέχει λατινική… … Dictionary of Greek
Αλβίνα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Η μάρτυς. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο στο Λούγδουνο, κατά τον διωγμό του Μάρκου Αυρηλίου (177 μ.Χ.). 2. Η μάρτυς. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στα χρόνια του… … Dictionary of Greek
Ηρωδιάδα — I (; – περ. 39 μ.Χ.).Ιουδαία βασίλισσα. Ήταν κόρη του Αριστόβουλου, γιου του Ηρώδη του Μεγάλου (που τον σκότωσε o πατέρας του γύρω στο 7 π.Χ.). Ήταν επίσης αδελφή του Αγρίππα Α’ και σύζυγος πρώτα του αδελφού του πατέρα της, Φιλίππου, και αργότερα … Dictionary of Greek
Κελτία ή Κελτική — Ρωμαϊκή υποδιαίρεση της αρχαίας χώρας των Γαλατών. Τα όριά της προς ΒΑ αποτελούσαν ο Σηκουάνας, ο Μάρνης και τα Βόσγια, προς A o Ρήνος και οι Άλπεις, προς Ν οι ποταμοί Ροδανός και Γαρούνας και τα Πυρηναία. Το 51 π.Χ., μετά την υποταγή της στον… … Dictionary of Greek